Βιογραφία | Heitor Villa-Lobos
Ήταν Βραζιλιάνος συνθέτης, γνωστός ως “ο μοναδικός και πιο σημαντικός δημιουργικός του 20ου αιώνα για τη Βραζιλιάνικη μουσική τέχνη”. Ο Villa-Lobos είναι ο πιο γνωστός και σημαντικότερος Λατινο-αμερικάνος συνθέτης μέχρι σήμερα. Συνέθεσε έναν πολύ μεγάλο αριθμό ορχηστρικών μουσικών συνθέσεων, και ορχήστρες δωματίου. Η έμπνευσή του προερχόταν από την Λαϊκή μουσική της Βραζιλίας, αλλά χρησιμοποίησε και στιλιστικά στοιχεία από την Ευρωπαϊκή κλασσική παράδοση, που αποδίδονται χαρακτηριστικά στις “Bachianas Brasileiras”, 9 μουσικά κομμάτια, αυτοτελή και οργανωμένα σύνολα οργανικών ή ορχηστρικών μουσικών κομματιών, οι λεγόμενες μουσικές σουίτες.
Ο Heitor Villa-Lobos γεννήθηκε στο Ρίο Ντε Τζανέιρο. Ο πατέρας του, Raul, ήταν δημόσιος υπάλληλος και πολύ μορφωμένος άνθρωπος, με ισπανικές ρίζες, βιβλιοθηκονόμος, ερασιτέχνης αστρονόμος και μουσικός.
Όταν ήταν ακόμα σε μικρή ηλικία, στη Βραζιλία κυριαρχούσε μια περίοδος κοινωνικής επανάστασης και εκσυγχρονισμού, με την κατάργηση της δουλείας το 1888 και την ανατροπή της αυτοκρατορίας της Βραζιλίας το 1889. Οι αλλαγές αποτυπώθηκαν στην μουσική καριέρα που θα ακολουθούσε.
Προηγουμένως η Ευρωπαϊκή μουσική ήταν κυρίαρχη επιρροής και τα λίγα μαθήματα που παρακολουθούσε στο Conservatório de Música είχαν ρίζες στη παραδοσιακή αντίστιξη και την αρμονία. Μετά από μερικές άκαρπες προσπάθειες να παρακολουθήσει μαθήματα αρμονίας, ξεκίνησε να μαθαίνει μουσική από την κορυφή της σκάλας στο σπίτι του, μέσω της παρατήρησης των τακτικών μουσικών βραδιών, που διοργανώνονταν από τον πατέρα του. Έτσι έμαθε να παίζει τσέλο, κιθάρα και κλαρινέτο.
Όταν ο πατέρας του πέθανε ξαφνικά το 1899 ξεκίνησε να παίζει στο Ρίο Ντε Τζανέιρο σε μουσικές ορχήστρες στο σινεμά και σε θέατρα για να συντηρήσει την οικογένειά του.
Το 1905 άρχισε να διερευνά το “σκοτεινό εσωτερικό” της Βραζιλίας, απορροφώντας όλα τα τοπικά στοιχεία της βραζιλιάνικης μουσικής κουλτούρας. Υπάρχουν πολλές ιστορίες γύρω από τον τραγουδιστή για την συγκεκριμένη περίοδο που τον θέλουν να βρίσκεται αιχμάλωτος και να δραπετεύει από καννίβαλους, με μερικούς να πιστεύουν πως οι ιστορίες αυτές είαι “φτιαχτές” άγριες ιστορίες στολισμένες με στοιχεία ρομαντισμού.
Μετά από αυτή την περίοδο, παραιτήθηκε από κάθε ιδέα συμβατικής εκπαίδευσης και ανταυτού αποφάσισε να μελετήσει τη μουσική μέσα από επιρροές της βραζιλιάνικης αυτόχθονης κουλτούρας, που βασιζόταν στην Πορτογαλική παράδοση, την αφρικάνικη και στα αμερικάνικα και ινδιάνικα στοιχεία. Οι νεότερες συνθέσεις του ήταν το αποτέλεσμα μουσικού αυτοσχεδιασμού με κιθάρα.
Ακόμη έπαιξε με πολλά ντόπια συγκροτήματα του δρόμου. Εμπνεύστηκε από το σινεμά της εποχής και τα αυτοσχέδια μουσικά κομμάτια, τανγκό και πόλκα, του Ernesto Nazareth. Για μια περίοδο έπαιζε τσέλο σε μια όπερα στο Ρίο και οι πρώτες του συνθέσεις περιύκλειαν μερικές απόπειρες στην Grand Opera. Είχε την υποστήριξη του Arthur Napoleão, ενός πιανίστα και μουσικού εκδότη, και χάρη σε αυτόν ξεκίνησε να συνθέτει μουσική επαγγελματικά.
Το 1912, ο Villa-Lobos παντρεύτηκε την Lucília Guimarães, μια πιανίστρια. Έτσι έβαλε τέλος στα ταξίδια του και ξεκίνησε πιο σοβαρά την μεγάλη καριέρα που έμελλε να ακολουθήσει. Η μουσική του άρχισε να εκδίδεται το 1913. Παρουσίασε μερικές από τις συνθέσεις σε μια σειρά από περιστασιακές συναυλίες με μουσική δωματίου. Και αργότερα σε ορχηστρικές συναυλίες από το 1915 μέχρι το 1921, κυρίως στο Rio de Janeiro στο Salão Nobre do Jornal do Comércio.
Η μουσική του την περίοδο αυτή αντικατόπτριζε την εσωτερική διαμάχη που ένιωθε για το ποια στοιχεία μουσικής, ευρωπαϊκής ή βραζιλιάνικης, θα κυριαρχούσαν στις συνθέσεις του. Το 1916 πήρε τη μεγάλη απόφαση, και παράλληλα ήταν η χρονιά που συνέθεσε τα συμφωνικά ποιήματα “Amazonas” και “Uirapurú” (παρ’ όλο που δεν εκτελέστηκαν μέχρι το 1929, με το “Uirapurú” που εκτελέστηκε πρώτη φορά το 1935). Για τα έργα αυτά άντλησε υλικό από τους θρύλους της Βραζιλίας και “πρωτόγονο”, λαογραφικό υλικό.
Η ευρωπαική επιρροή συνέχισε να τον εμπνέει. Το 1917 ο Sergei Diaghilev άσκησε μεγάλη επιρροή στην Βραζιλία με τα Ballets Russes. Την χρονιά αυτή ο Villa-Lobos γνώρισε επίσης έναν Γάλλο συνθέτη, τον Darius Milhaud, που ήταν την περίοδο εκείνη γραμματέας του Paul Claudel στη Γαλλική Πρεσβεία. Ο Milhaud, του έφερε μουσική από τον Debussy, Satie, και τον Stravinsky. Έτσι για να του το ανταποδώσει ο Villa-Lobos του παρουσίασε την βραζιλιάνικη μουσική του δρόμου. Το 1918 συνάντησε τον πιανίστα Arthur Rubinstein, με τον οποίο έγιναν πολύ καλλοί φίλοι, και τον ώθησε στην σύνθεση περισσότερων μουσικών κομματιών για πιάνο.
Το 1919–20 ο Villa-Lobos με την σουίτα του για πιάνο, με τίτλο “Carnaval das crianças”(Children’s carnival) απελευθέρωσε το στυλ του από τον Ευρωπαϊκό ρομαντισμό. Αποτελούνταν από 8 κομμάτια με τελείωμα ένα ντουέτο πιάνων, που αντιπροσώπευαν 8 χαρακτήρες ή σκηνές από το καρναβάλι του Ρίο.
Τον Φλεβάρη του 1922, πραγματοποιήθηκε ένα φεστιβάλ μοντέρνας τέχνης, που έλαβε μέρος στο São Paulo, κατά το οποίο ο Villa-Lobos παρουσίασε τη δουλειά του. Η ανταπόκριση του Τύπου και του κοινού όμως δεν ήταν η αναμενόμενη. Η συναυλία τελείωσε με το “Quarteto simbólico”, που είχε συνθέσει με επιρροή την βραζιλιάνικη ζωή.
Το 1923 ξεκίνησε την περιοδεία του με προορισμό το Παρίσι. Λίγο πριν ξεκινήσε ολοκλήρωσε ένα μουσικό του έργο, φτιαγμένο για 10 μουσικούς και χορωδία. Έμεινε στο Παρίσι απο το 1923 μέχρι και το 1924 και από το 1927 μέχρι και 1930, και εκεί συνάντησε τους Edgard Varèse, Pablo Picasso, Leopold Stokowski και τον Aaron Copland.
Οι συναυλίες του δημιούργησαν μεγάλη ετύπωση στους Παριζιάνους.
Τη δεκαετία του 1920, ο Villa-Lobos γνώρισε τον Ισπανό κιθαρίστα Andrés Segovia. Εμπνευσμένος από την γνωριμία του και τη συνεργασία τους γράφει μια σειρά συνθέσεων, με τίτλο “Chôros”, μεταξύ του 1924–29. Η πρώτη παρουσίαση στην Ευρώπη του “Chôros No. 10″, στο Παρίσι, δημιούργησε καταιγίδα ενθουσιασμού. Ο L. Chevallier έγραψε στην Le Monde musical, “πρόκειται για ένα είδος τέχνης για το οποίο πρέπει να δημιουργήσουμε ένα νέο όνομα”, θέλοντας να δείξει πόσο ξεχωριστό ήταν.
Το 1930, ο Villa-Lobos, ήταν στη Βραζιλία σχεδιάζοτας τον γυρισμό του πίσω στη Γαλλία. Μια από τις επιπτώσεις των εξεγέρσεων και της πολιτικής κατάσταση που επικρατούσε όμως ήταν πως τα χρήματα δε μπορούσαν πλέον να βγουν έξω από την χώρα, οπότε και ο συνθέτης δεν μπορούσε να ζήσει στο εξωτερικό χωρίς λεφτά. Έτσι, αναγκασμένος να μείνει στη Βραζιλία, οργάνωσε μερικές συναυλίες γύρω από την πόλη του São Paulo, και συνέθεσε πατριωτική και εκπαιδευτική μουσική.
Το 1932, έγινε διευθυντής στο Superindendência de Educação Musical e Artistica (SEMA), και ανάμεσα στις υποχρεώσεις του πλέον ήταν να διευθετεί συναυλίες που συμπεριελάμβαναν βραζιλιάνικες πρεμιέρες του Ludwig van Beethoven και Johann Sebastian Bach. Η θέση του στο SEMA τον ώθησε να συνθέσει κυρίως πατριωτική και προπαγανδιστική μουσική. Η σειρά έργων του με τίτλο “Bachianas Brasileiras” ήταν η μοναδική εξαίρεση.
Το 1936, όταν ήταν 49 χρονών, ο Villa-Lobos άφησε τη γυναίκα του, και άρχισε να συζεί με την Arminda Neves d’Almeida, που παρέμεινε σύντροφός του μέχρι τον θάνατό του.Η Arminda ήταν και αυτή μουσικός και άσκησε σημαντκή επιρροή στον Villa-Lobos, ο οποίος της αφιέρωσε έναν σημαντικό αριθμό έργων του, συμπεριλαμβανομένων του “Ciclo brasileiro” και πολλά από τη σειρά έργων του “Chôros”.
Έργα αυτής της περιόδου ήταν το ”Guia Prático” , το “Solfejos” (1942 και 1946), το οποίο περιείχε φωνητικές ασκήσεις και το “Canto Orfeônico”(1940 και 1950) που περιείχε πατριοτικά τραγούδια για σχολεία και είχε σχέση με την πολιτική κατάσταση. Η μουσική που συνέθεσε για την ταινία “O Descobrimento do Brasil” (Η ανακάλυψη της Βραζιλίας) το 1936, περιέκλειε εκδοχές προηγούμενων συνθέσεών του, και οργανώθηκαν σε σουίτες, τα οποία αναπαριστούν μια εκδοχή πρώτης εκκλησιαστικής λειτουργείας στη Βραζιλία, φτιαγμένη για διπλή χορωδια.
Ο Villa-Lobos εξέδωσε το 1941 το “A Música Nacionalista no Govêrno Getúlio Vargas ca.”, στο οποίο χαρακτήρισε το έθνος ως μια ιερή οντότητα, του οποίου τα σύμβολα είναι απαράβατα. Ο Villa-Lobos ανήκε και στους υπεύθυνους της επιτροπής, η οποία στόχος της ήταν ο προσδιορισμός της τελικής εκδοχής του Βραζιλιάνικου εθνικού ύμνου.
Μετά το 1937, συνέχισε να συνθέτει πατριωτικά έργα που απευθύνονταν σε μαζικά κοινά. Το 1943, κατά τη διάρκεια μια γιορτής συνέθεσε το μπαλέτο “Dança da terra”, το οποίο οι αρμόδιες αρχές έκριναν ακατάλληλο μέχρι να αναθεωρηθεί ξανά. Έτσι το 1943 κατά τη διάρκεια γιορτών αποφάσισαν να περικλύσουν τον ύμνο του Villa-Lobos, με τίτλο “Invocação em defesa da pátria”.
Η δημαγωγία του Villa-Lobos την περίοδο αυτή κατέστρεψε την φήμη του ανάμεσα σε μουσικά σχολεία.
Όταν ο Getúlio Dornelles Vargas πρόεδρος της Βραζιλίας, έχασε τη δύναμή του ο Villa-Lobos μπορούσε πλέον να ταξιδέψει στο εξωτερικό ξανά. Επέστρεψε στο Παρίσι και έκανε και μερικές επισκέψεις στις ΗΠΑ, στη Μεγάλη Βρετανία, και το Ισραήλ. Συνέθεσε μουσικά κομμάτια για πιάνο, τσέλο το 1953, κιθάρα το 1951 για τον Segovia, ο οποίος αρνήθηκε να το εκτελέσει μέχρι ο συνθέτης να του παρέχει μια καντέντσα,ένα μουσικό μέρος ενσωματωμένο στη μουσική του σύνθεση που έχει σκοπό την ανάδειξη των δεξιοτεχνικών ικανοτήτων του εκτελεστή-σολίστα κάτι που έγινε το 1956, άρπα για τον Nicanor Zabaleta το 1953, φυσαρμόνικα για τον John Sebastian, το 1955–6.
Άλλα έργα του ήταν η 11η Συμφωνία του για την Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστώνης το 1955 και η όπερα “Yerma” το 1955–56, βασισμένη στο έργο του Federico García Lorca.
Η μουσική που συνέθεσε για την ταινία “Green Mansions” με πρωταγωνίστρια την Audrey Hepburn και τον Anthony Perkins το 1958, είχε μεγάλη επιτυχία, ενώ διύυθυνε την ηχογράφηση του soundtrack μόνος του. Η παραγωγή της ταινίας ανήκε στον Vincente Minnelli, και όταν αργότερα πέρασε στα χέρια του συζήγου της Hepburn, Mel Ferrer, αποφασίστηκε η χρήση μόνο ενός κομματιού από την σύνθεση της μουσικής του καλλιτέχνη για την ταινία, στρεφόμενοι στον Bronislau Kaper για την ολοκλήρωση της μουσικής.
Το 1959 ηχογράφησε το μουσικό του έργο “Forest of the Amazonand “, για σοπράνο σολίστα και ορχήστρα, με τον Βραζιλιάνο σοπράνο Bidú Sayão και την “Symphony of the Air”.
Τον Ιούνιο του 1959, ο Villa-Lobos απομάκρυνε πολλούς μουσικούς φίλους του από το πλάι του, εξαιτίας παραισθήσεων που άρχισε να έχει, λέγοντας σε μια συνέντευξη πως η Βραζιλία “κυριαρχείται από μετριότητα”.
Τον Νοέμβριο πεθαίνει στο Ρίο Ντε Τζανέιρο και θάβεται στο νεκροταφείο Cemitério São João Batista της πόλης.
Οι πρώτες του συνθέσεις έχουν ρίζες σε αυτοσχεδιασμούς του καλλιτέχνη με κιθάρα, όπως για παράδειγμα το “Panqueca”(Pancake) το 1900. Οι συναυλίες του μεταξύ του 1915–21 συμπεριελάμβαναν τις πρώτες του εκτελέσεις μουσικών κομματιών που ανέδειξαν την πρωτοτυπία του και την δεξιοτεχνία του. Η προσκόλλησή του του με την Ιβηρική Χερσόνησο αναδεικνύεται μέσα από το “Canção Ibéria” το 1914 και σε ορχηστρικές διασκευές μερικών “Goyescas “ για πιάνο του Enrique Granados από το 1918, που έχουν πια χαθεί.
Άλλα θέματα που επρόκειτο να επαναληφθούν σε μετέπειτα έργα του, περιλαμβάνουν την αγωνία και την απελπισία του κομματιού “Desesperança— Sonata Phantastica e Capricciosa no. 1” το 1915, μια σονάτα για βιολί που περιλαμβάνει “δραματική και βίαια αντίθεση συναισθημάτων”, το “L’oiseau blessé d’une flèche” το 1913, αναφέρεται στη σχέση μητέρας και παιδιού και δεν είναι από τα πιο χαρούμενα κομμάτια του συνθέτη.
Το “Les mères” το 1914, και το “Suíte floral” για πιάνο το 1916–18 επανεμφανίζεται στο “Distribuição de flores” για φλάουτο και κιθάρα το 1937.
Η πρώτη του δουλειά που εκδόθηκε με τίτλο “Pequena suíte” για τσέλο και πιάνο το 1913 δείχνουν την αγάπη του για το τσέλο. Το “String Quartet no. 1″ το 1915 επεκτάθηκε το 1947 επηρεασμένο από την ευρωπαϊκή όπερα, ενώ το “Três danças características (africanas e indígenas)” το 1914–16 για πιάνο, είναι ριζικά επηρεασμένο από τη φυλετική μουσική των Ινδιάνων Caripunas του Mato Grosso.
Με τα μουσικά του ποιήματα “Amazonas” το 1916, εκτελεσμένα για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1929) και το “Uirapurú” το 1916, με πρώτη εκτέλεση το 1935, δημιούργησε έργα με κυρίαρχο το εγχώριο βραζιλιάνικο πνεύμα. Τα έργα του περιλαμβάνου λαϊκά παραμύθια, και χαρακτήρες, μιμήσεις ήχων της ζούγκλας και της ζωής στο δάσος.
Η επαφή του με τον Artur Rubinstein το 1918 τον ώθησε στη σύνθεση μουσικής για πιάνο, όπως του έργου του “Simples coletânea” το 1919 και το “Bailado infernal” του 1920.
Το έργο του “Carnaval das crianças” το 1919–20 ενέδειξαν την ωριμότητα του συνθέτη; Το έργο του αυτό ενορχηστρώθηκε το 1929 με μερικές αλλαγές και νέο τίτλο “Momoprecoce”.
Άλλη σύνθεσή του για πιάνο ηταν το “A Prole do Bebê” (The Baby’s Family) το 1918–21.
Την ίδια περίοδο υιοθέτησε αστικές επιρροές και εντυπώσεις σε έργα του, όπως στο “Quarteto simbólico” το 1921. Συμπεριέλαβε το ιθαγενές μουσικό στοιχείο του δρόμου στο έργο του με τίτλο “chorões”, που ήταν ομαδοποιημένα έργα για φλάουτο, κλαρινέτο και ένα είδος βραζιλιάνικης κιθάρας που ονομαζόταν cavaquinho. Πολλές φορές συμπεριελάμβανε και τρομπόνια ή κρουστά.
Άλλα έργα του Villa-Lobos ήταν το “Suíte popular brasileira” το 1908–12 με βοήθεια από τον εκδότη του, και πολλά ώριμα έργα του, που συμπεριελαβάνονταν στο “Sexteto místico” του 1955, που πήρε τη θέση ενός χαμένου και ίσως μη τελειωμένου έργου που είχε ξεκινήσει το 1917.
http://www.youtube.com/watch?v=xHzaEXMfWHM
Το 1919 συνέθεσε το “Canções típicas brasileiras”.
Όλα τα στοιχεία που μέχρι τώρα έχει υιοθετήσει ο Villa-Lobos διαφαίνονται στη μουσική του σύνθεση με τίτλο “Impressão rápida do todo o Brasil” (Μια σύντομη εντύπωση από όλη την Βραζιλία). Ο τίτλος του έργου το δηλώνει ως φαινομενικά μουσική δωματίου, αλλά είναι για φλάουτο, πίκολο, όμποε, κλαρινέτο, σαξόφωνο, φαγκότο, τσελέστα, άρπα, πιάνο, κρουστά που απαιτεί τουλάχιστον δύο μουσικούς, και μια μικτή χορωδία.
Στο Παρίσι , ανέπτυξε νέες μορφές για να απελευθερώσει τη φαντασία του από τους περιορισμούς των συμβατικών μουσικών μορφών.
Το κομμάτι του “Suite for Voice and Violin” (1923), είναι ένα είδους τριπτύχου, και το “Poema da criança e sua mamã”, για φλάουτο, κλαρινέτο και τσέλο. Η επέκτασή του “Rudepoema” για πιάνο , γραμμένο για τον Rubinstein, είναι μια πολυεπίπεδη δουλειά που εντυπωσίασε πολλούς.
http://www.youtube.com/watch?v=Sum560OOf1Y
http://www.youtube.com/watch?v=58MAc_Pa_ug
Το “Ciranda”, ή αλλιώς “Cirandinha” είναι μια τυποποιημένη επεξεργασία της απλής βραζιλιάνικης folk μελωδίας σε μια ευρεία ποικιλία διαθέσεων. Μια άλλη παρόμοια μορφή είχε και το έργο του “Chôros”. Ο Villa-Lobos συνέθεσε περισσότερες από μια ντουζίνα έργα κάτω από αυτόν τον τίτλο για διάφορα μουσικά όργανα, κυρίως τα χρόνια μεταξύ του 1924–1929. Τα περιέγραψε ως “μια νέα μορφή μουσικών συνθέσεων”, μια αλλαγή στην βραζιλιάνικη μουσική με ήχους επηρεασμένους από την προσωπικότητα του συνθέτη”.
Μετά την επανάσταση του 1930, ο Villa-Lobos έγινε ένα είδος δημαγωγού. Συνέθεσε το “Missa São Sebastião” το 1937 και εξέδωσε διδακτικά κομμάτια και ιδεολογικά γραπτά.
Επίσης μεταξύ της περιόδου 1930 και 1945 συνέθεσε 9 μουσικά κομμάτια που τα αποκάλεσε “Bachianas Brasileiras” (Brazilian Bachian pieces). Πήραν την μορφή και το εθνικιστικό πνέυμα που προσομοίαζε στα “Chôros”, προσθέτοντας την αγάπη του συνθέτη για την Βραζιλία.
Η χρήση αρχαϊσμών από τον Villa-Lobos δεν ήταν κάτι καινούριο, παράδειγμα αποτελεί η “Pequena suíte” για τσέλο και πιάνο το 1913. Τα κομμάτια εξελίχθηκαν με τον χρόνο, δεν ήταν αυτοτελή. Περιέχουν διάσημα κομμάτια , όπως το “No. 5″ για σοπράνο και 8 τσέλο (1938–1945), και την “No. 2″ για ορχήστρα (1930).
Το έργο του με τίτλο “Prelude and Fugue”, αποτελεί απόλυτο χαρακτηριστικό των εθνικών επιρροών του καλλιτέχνη. Ο Villa-Lobos ηχογραφεί ακόμα 9 κομμάτια για την EMI στο Παρίσι, με τους μουσικούς της Γαλλικής Συμφωνικής Ορχήστρας. Ακόμη ηχογράφησε και το πρώτο μέρος των “Bachianas Brasileiras No. 5″ με τον Bidu Sayão και ένα γκρουπ ατόμων που έπαιζαν τσέλο της Columbia.
Κατά τη περίοδο παραμονής του στο SEMA, ο Villa-Lobos συνέθεσε πέντε κουαρτέτα εγχόρδων. Ακόμα έγραψε μουσική για τον Segovia, τα “Cinq préludes”, που ανέδειξαν μια περαιτέρω επισημότητα στο στυλ των συνθέσεών του.
http://www.youtube.com/watch?v=SbFX7a044Es
Μετά τον Vargas ο Villa-Lobos επέστρεψε δυναμικά και ολοκληρωτικά στη μουσική σύνθεση, συνεχίζοντας με παραγωγικό ρυθμό την ολοκλήρωση των έργων του. Τα κοντσέρτα του, κυρίως αυτά για κιθάρα, άρπα, και φυσαρμόνικα, είναι παραδείγματα του ποιητικού του στυλ. Η τελική του όπερα με τίτλο “Yerma”, αναδεικνύει αυτό το συναίσθημα.
Το μεγάλο και τελικό του έργο ήταν η σύνθεση μουσικής για τη ταινία “Green Mansions”, αν και αργότερα κομμάτι από το έργο του αντικατασταθηκε από μουσική του Bronislaw Kaper, και το “Floresta do Amazonas” για ορχήστρα.
Το 1957, έγραψε το 17ο Κουαρτέτο Εγχόρδων, του οποίου η λιτότητα της τεχνικής και η συναισθηματική ένταση “παρέχουν μια ευλογία στην τέχνη του”. Το έργο του “Benedita Sabedoria”, μια σειρά χορικών μουσικών κομματιών a capella, γραμμένα το 1958, στερούνται την ανάδειξη στοιχείων της μουσικής του.
Συνολικά, εκτός από το χαμένο του έργο, με τίτλο “Nonetto”, έγραψε έργα για κοντσέρτο, βιολί και ορχήστρα, Σουίτα για πιάνο και Ορχήστρα, έναν μεγάλο αριθμό συμφωνικών ποιημάτων, χορική μουσική και όπερες.
Όταν περιοδεύσε στην Ευρώπη για συναυλίες, είπε, “εγώ δεν χρησιμοποιώ την λαογραφία, είμαι η λαογραφία” και “Δεν έχω έρθει για να μάθω κάτι, αλλά για να δείξω τι έχω κάνει μέχρι τώρα.” δείχνωντας πως γνώριζε την μοναδικότητά του ανάμεσα στους κλασσικούς συνθέτες της εποχής και έκανε καλή χρηση των ριζών του για τη ανάδειξηη της δουλειάς του.
Μουσικές συνθέσεις:
1993: Bachianas 1 & 4 & 5
1993: Os Choros de Camara
1994: Villa-Lobos Performs The Little Train of the Caipira; Bachianas Brasileiras Nos. 4 & 5; Momoprecoce and others
2000: O Trenzinho Do Caipira
2005: Regente Orquestra Rias de Berlin
2007: Cinco Conciertos Para Piano y Orquesta
2008: Villa-Lobos plays Villa-Lobos
Enescu: Romanian Rhapsodies, Op. 11; Villa-Lobos: Choros No. 6
Villa-Lobos par lui-même
Villa-Lobos: L’oeuvre pour Guitare
Villa-Lobos: Symphony No. 4 “A Victoria”; Piano Concerto No. 5
Πηγές:
www.villalobos.ca
en.wikipedia.org
Επιμέλεια- Συντονισμός: Ελένη Κεφαλληνού