Στο μικροσκόπιο η..αγία ελληνική οικογένεια!
«Τώρα εγώ τι να την κάνω τη ζωή μου; Τι να κάνω μια ζωή που κανονικά δεν θα έπρεπε να είναι αυτή; Ποιος θα μου πει τι να την κάνω τη ζωή μου;» Κραυγή απόγνωσης του ενός που αφορά και τους πέντε ήρωες του μυθιστορήματος, τελικά. Απολύτως τους αφορά. Καθώς και η παραδοχή: «Ολη μου η ζωή, εξάλλου, μια παρεξήγηση ήτανε». Ενας την κάνει. Κι αν δεν διαβάσεις ποιος, θα μπορούσε να είναι κι οι πέντε.
Ο γρίφος
Ο Δημήτρης, ο Παύλος, ο Πατέρας, η Μάνα, η Ελένη. Ζωντανοί – νεκροί στην αποκαλυπτικότατη οικογενειακή σάγκα σε μέγεθος μπονσάι (θυμηθείτε το ομώνυμο μυθιστόρημα του Σομόθα «μπονσάι») του Χρήστου Παπαμιχάλη «maybe».
Η ερώτηση – γρίφος του εξωφύλλου «Νομίζεις ότι μπορείς να μαντέψεις την ιστορία που κρύβει ο κάθε άνθρωπος μέσα του;», το κλειδί του βιβλίου.
Η δομή του, πέντε μονόλογοι, όπως και οι ζωές των ηρώων που δεν συναντήθηκαν πουθενά, και το μονόστηλο μιας εφημερίδας.
Πέντε παράλληλες, κατασπαραγμένες, κατασπαταλημένες, διψασμένες γι αγάπη ζωές. Τα πέντε μέλη μιας οικογένειας. Της ίδιας οικογένειας. Η αγία ελληνική οικογένεια στο μικροσκόπιο, με όλα της τα λάθη και τα πάθη και με κάθε της ελαφρυντικό. «Εμένα δεν μ αγάπησε κανείς», απεγνωσμένη κραυγή της Μάνας. Απεγνωσμένη κραυγή του καθενός.
Τον κύκλο της παρεξηγημένης ζωής ανοίγει και κλείνει ο πιο παρεξηγημένος, ο Δημήτρης, ένας εκ των τριών αδελφών. Ο πιο ευαίσθητος, ο πιο κατασπαταλημένος. Στη δική του ζωή επέλεξαν οι υπόλοιποι να ρίξουν τη βαριά σκιά τους και το άδικο ή δίκαιο ριζικό. Ο διαφορετικός. Εκείνος που θα χρεωθεί, τελικά, και την καινούργια ζωή: το παιδί του παιδιού της αδελφής του Ελένης. Εκείνος που θα πληρώσει πιο σκληρά ως «ο αθωότερος», τελικά. Ο πιο αθώος πάντα πληρώνει.
Ακολουθεί ο έτερος αδελφός, ο Παύλος, που του έτυχε να είναι «ο δυνατός». Μονίμως σε μετωπική κόντρα με τον πατέρα, εκείνος που του έτυχε να τον κουβαλά: στην εργαλειοθήκη του, μια αρμαθιά κόκαλα πια! Αποδίδοντάς του τα ίσα: το κουτί με τα ραφτικά της υπήρξε και για τη μάνα, η λειψανοθήκη. Το παράπονο του παιδιού, άσβεστο μέσα στα χρόνια: «Σημαιοφόρος για σένα έγινα, για να χεις να περηφανεύεσαι στα καφενεία. Ε, στο καφενείο ήσουν και την ώρα της παρέλασης, ποτέ δεν σε καμάρωσα να με καμαρώνεις».
Η επόμενη φωνή είναι εκείνη του πατέρα: στα νεκροταφεία, «με συγχωρείτε κιόλας, αν μου επιτρέπετε… Τι σας ήταν ο συχωρεμένος;», να ξεγελά τον εαυτό του, θρηνώντας τη ζωή του, τους ζωντανούς του και τους πεθαμένους του. Τα λάθη του: «Κακό πράγμα η μοναξιά, όταν έχεις ζήσει μια ζωή με τόσους ανθρώπους δίπλα σου. Καλό από την άλλη, γιατί έχεις πολύ χρόνο να σκεφτείς. Πώς χάθηκαν έτσι τόσοι άνθρωποι, πώς χάθηκε έτσι μια ολόκληρη ζωή».
Η μάνα, η πιο σκληρή της ιστορίας, αρχίζει σε κάθε σελίδα με την ίδια φράση, την ίδια απόγνωση: «Εμένα δεν μ αγάπησε κανένας. Κανένας, μ ακούς;» με τη βεβαιότητα εκείνου που δεν θα εισακουστεί και ποτέ.
Η Ελένη, πολυαγαπημένη κόρη του πατέρα, είναι αυτή που θα ξεφλουδίσει -μαζί με τη μάνα- τα μυστικά. Εκείνη που, ακόμα και νεκρή, θα αναλάβει να διορθώσει τα λάθη, να λύσει την παρεξήγηση, Ηλέκτρα με τον δικό της φόνο, τη δική της αλήθεια, τις δικές της λαχτάρες, θύμα και θύτης, όπως και οι άλλοι, του ίδιου της του εαυτού.
Και ο χορός των ζωντανών – νεκρών θα κλείσει όπως έχει αρχίσει, με τον Δημήτρη να κρατά στα χέρια του μια άχρηστη πλέον ζωή. Και τη ζωή επιτέλους να τον ακούει, με τον πλέον τραγικό κι απίστευτο τρόπο!
Ενα μικρό βιβλίο που σε αφήνει άναυδο στο τέλος, υπενθυμίζοντάς σου κάτι ήδη γνωστό, ότι «ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις». Πως η ζωή μας όλη είναι «μια παρεξήγηση», μια φάρσα που εν πολλοίς μπορεί να στήσαμε κι εμείς.
Νευρική, ασθματική γλώσσα, ατμοσφαιρική, υπαινικτική, υποδόρια γραφή, χαρακτήρες σχεδόν αρχετυπικοί που θυμίζουν χορό αρχαίας τραγωδίας, Ατρείδες της εποχής μας που αναζητούν μια ζωή με πάθος και δίψα μια έστω κλασματική ευτυχία: «Ψάχνω, ρε γαμώτο, μια ζωή, μια εικόνα. Μια εικόνα να μας θυμηθώ και τους πέντε πραγματικά ευτυχισμένους. Ολες οι στιγμές, όμως, μου καταλήγουν σε κλάσματα. Ευτυχία των 3/5, των 2/5, του 1/5… Αυτό δεν ήταν οικογένεια. Ολη η ζωή μας κλάσματα!» Κι η τιμωρία, σε κλάσματα. Η καταστροφή, ολοκληρωτική.
Το φινάλε, απρόσμενο. Η δομή, κατακερματισμένη σαν τις ζωές τους. Που δεν συναντήθηκαν μέσα στο ίδιο το σπίτι, τελικά, πουθενά. Και παντού «το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης». Τιμωρός! Μια ιστορία – έκπληξη για μια πανάρχαια παρεξήγηση, απολύτως παραδοσιακή στη θεματολογία της μα τόσο μοντέρνα στην εκτέλεση. Μια ιστορία – κραυγή. Ο συγγραφέας με υπερβατικό τρόπο, ωσεί Θεός, όλους τους κατανοεί και τους δικαιώνει. Απουσιάζοντας εντελώς! Ελευθερώνει με αγάπη και σεβασμό τη φωνή τους, την αφήνει κρυστάλλινη και αληθινή να στοιχειώσει στ αυτιά. Είναι στη διάθεση του αναγνώστη να δει και να δικαιώσει: ό,τι αντέχει, όσο, να μείνει εκτός ή να ταυτιστεί… Μικρά αποσπάσματα:
«Εκανα το παιδί μου ένα σκουπίδι. Το άφησα εκεί τσαλακωμένο να κλαίει, το παράτησα, του γύρισα την πλάτη κι έφυγα. Και ο κόσμος το χάρηκε, κυρία μου. Γέλαγαν όλοι».
Σκληρή και μέγιστη διαπίστωση ζωής: «Η ζωή έφυγε. Διορθώσεις δεν γίνονται. Τι κοιτάς να τη μαντάρεις; Τι είναι η ζωή, Μαριώ μου; Αντε, έτσι μου ρθε τώρα; Γυρνάω πίσω και τα επιδιορθώνω όλα; Δεν έχει στρίφωμα. Τσίμα – τσίμα το έχουν το ύφασμα. Τσιγκούνηδες!»
Μια ιστορία που μας υπογραμμίζει πως «η ζωή δεν είναι πρόβα» και ενίοτε το «συγγνώμη» που συνήθως φτάνει κι αργά, δεν αρκεί.
Ταυτότητα
Ο ίδιος, γράφει: «Εδώ κανονικά μπαίνει ένα βιογραφικό. Το βιογραφικό μου, είναι οι άνθρωποί μου. Μόνο ονόματα έχω να απαριθμήσω. Και δεν το κάνω, γιατί για μένα δεν είναι ονόματα. Είναι όλα αυτά που κάνουν έναν άνθρωπο, άνθρωπό μου. Ενα που έχει σημασία είναι ότι κατάφερα πολύ νωρίς να κάνω αυτό που αγάπησα, δουλειά. Από το 2000 παίζω με το όνειρό μου και τα τραγούδια που αγαπάω στη νύκτα του Μελωδία FM 99,2».
Γνωρίζουμε όμως ότι σπούδασε ΜΜΕ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ότι το «maybe» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.
Πηγή: http://www.ethnos.gr




